Καρκίνος του μαστού: Πότε γίνεται “επιθετικός”?

Καρκίνος του μαστού: Πότε γίνεται “επιθετικός”?

Μειωμένη θνησιμότητα στο πρώιμο στάδιο καρκίνου του μαστού.

Ο καρκίνος του μαστού είναι ο πιο συχνά διαγνωσμένος καρκίνος σε γυναίκες όλων των ηλικιών. Αν και ο αριθμός των ασθενών που νοσούν από καρκίνο του μαστού δεν έχει μειωθεί, ευτυχώς η θνησιμότητά του μειώνεται τα τελευταία χρόνια. Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι όλο και περισσότερες γυναίκες υποβάλλονται σε μαστολογικό έλεγχο από εξειδικευμένο χειρουργό μαστού. Οι βελτιώσεις στις διαγνωστικές τεχνικές και οι σύγχρονες θεραπευτικές στρατηγικές έχουν καταφέρει να κάνουν ευκολότερη τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού ενώ βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο. Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται ο καρκίνος του μαστού να γίνει πιο επιθετικός.

Επιθετικός Καρκίνος Μαστού Μικρού Μεγέθους

Όταν σκέφτεστε τον όρο “επιθετικός καρκίνος μαστού”, η σκέψη σας συνδέεται αυτόματα με μια μεσαία ή μεγάλη μάζα, παραμελώντας μια θεμελιώδη έννοια: τη βιολογική συμπεριφορά του καρκίνου που δεν εξαρτάται απαραίτητα από το μέγεθος. Αυτή η πτυχή τονίστηκε στο συνέδριο ESMO. Σε μια μελέτη 826 ασθενών με καρκίνο του μαστού μικρότερο του ενός εκατοστού, που γενικά θεωρείται ότι διατρέχουν χαμηλό κίνδυνο, με καλή πρόγνωση, έδειξε ότι ένας στους τέσσερις καρκίνους είναι πιο επιθετικός και ότι η χρήση επικουρικής χημειοθεραπείας είναι χρήσιμη για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης μεταστάσεων εντός πέντε ετών από την αρχική θεραπεία. Στην πραγματικότητα, η μακρινή επιβίωση χωρίς μετάσταση (DMFS), η οποία ανέρχεται σε 91,4% (95% CI 82,6–95,9) όταν δεν χρησιμοποιείται επικουρική χημειοθεραπεία, αυξάνεται στο 97,3% (95% CI 89,4–99,3) με χημειοθεραπεία.

Μοριακό προφίλ του καρκίνου του μαστού.

Στη μελέτη, διερευνήθηκε το μοριακό προφίλ των όγκων, αναλύοντας 70 γονίδια, εκτός από τις κλινικές-παθολογικές παραμέτρους που συνήθως χρησιμοποιούνται. Το στάδιο του καρκίνου, το οποίο αντιστοιχεί στην επιθετικότητά του, καθορίζεται με την αξιολόγηση ορισμένων χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένου του μεγέθους του όγκου και της επέκτασής του τόσο στους περιφερειακούς λεμφαδένες (μεταστάσεις λεμφαδένων) όσο και σε απόσταση (μεταστάσεις σε άλλα όργανα). Με βάση τα 70 γονίδια που διερευνήθηκαν, οι ασθενείς χωρίστηκαν σε ομάδες γονιδιακού κινδύνου, τοποθετώντας τους είτε στην ομάδα χαμηλού γονιδιακού κινδύνου είτε στην ομάδα υψηλού γονιδιακού κινδύνου. Τα αποτελέσματα που ελήφθησαν επέτρεψαν να υπογραμμιστεί η σημασία της βιολογίας του όγκου προκειμένου να εκφραστεί η πρόγνωση. Τα κλινικά κριτήρια από μόνα τους, στην πραγματικότητα, δεν είναι πάντα σαφή: οι μικροί όγκοι, οι οποίοι δεν έχουν προκαλέσει λεμφαδενικές μεταστάσεις, ταξινομούνται κλινικά ως «χαμηλού κινδύνου» και, ως εκ τούτου, η χημειοθεραπεία δεν χρησιμοποιείται. Αλλά, αν κρύβουν ένα επιθετικό γονιδιακό προφίλ, ακόμη και αυτοί οι μικροί όγκοι μπορούν (και πρέπει) να θεωρούνται «υψηλού κινδύνου» για υποτροπές και μεταστάσεις. Ο καρκίνος του μαστού μπορεί να είναι κληρονομικός ή σποραδικός. Δηλαδή, το καρκίνωμα μπορεί να προκύψει λόγω μίας μετάλλαξης που μεταδίδεται στην οικογένεια (περίπου το 10% των περιπτώσεων) ή να αναπτυχθεί σε άτομα σποραδικά (περίπου 90% των περιπτώσεων) στα οποία δρουν περιβαλλοντικοί και βιολογικοί παράγοντες, ευνοώντας τον καρκίνο. Οι μεταλλάξεις που προδιαθέτουν στην ανάπτυξη του καρκίνου του μαστού είναι εκείνες στα γονίδια BRCA1 και BRCA2, που υπάρχουν από τη γέννηση (όπως η περίπτωση της Angelina Jolie που υποβλήθηκε σε αμφοτερόπλευρη προληπτική μαστεκτομή). Στις σποραδικές μορφές, οι κυτταρικές αλλοιώσεις που προκαλούν την ασθένεια δεν υπάρχουν από την αρχή της ζωής του ατόμου, αλλά αναπτύσσονται με την πάροδο του χρόνου. Κάθε φορά που ένα κύτταρο αντιγράφεται, στην πραγματικότητα, υπάρχει ένας ορισμένος αριθμός (ευτυχώς πολύ χαμηλός) μεταλλάξεων που εισάγονται στο DNA του. Εάν αυτές οι μεταλλάξεις παρεμβαίνουν σε γονίδια θεμελιώδη για κυτταρικές διεργασίες (για παράδειγμα, για τον πολλαπλασιασμό και το θάνατο των κυττάρων), το κύτταρο αρχίζει να δημιουργεί όγκο.

Μεταλλάξεις από εξωτερικούς παράγοντες.

Οι μεταλλάξεις μπορεί να προκληθούν και από εξωτερικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η έκθεση σε ακτινοβολία ή καρκινογόνες χημικές ουσίες, ενδοκρινικοί παράγοντες και εκείνοι που σχετίζονται με άλλες ασθένειες μπορούν να μεταβάλλουν την κυτταρική ισορροπία και να ενεργοποιήσουν μηχανισμούς σχηματισμού του όγκου. Μεταξύ των παραγόντων που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού είναι οι ενδοκρινικοί, ιδίως τα ξενοοιστρογόνα, δηλαδή οι ουσίες που μοιάζουν με οιστρογόνα, όπως η διφωσφοφαινόλη Α, οι φθαλικές ενώσεις, η ατραζίνη και οι διοξίνες. Στην πραγματικότητα, ο μαστικός αδένας αναπτύσσεται χάρη στο ερέθισμα που λαμβάνεται από τα οιστρογόνα, τα οποία συνδέονται με τους υποδοχείς τους που υπάρχουν στα κύτταρα και επάγουν τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Όσο τα επίπεδα οιστρογόνων είναι φυσιολογικά και δεν υπάρχουν άλλοι παράγοντες που μπορούν να αλλάξουν την πολλαπλασιαστική ισορροπία, ο αδένας αναπτύσσεται κανονικά και παραμένει έτσι. Τα ξενοοιστρογόνα, ωστόσο, δεσμεύουν τον υποδοχέα οιστρογόνων και τον ενεργοποιούν με τον ίδιο τρόπο όπως οι φυσικές ορμόνες, προκαλώντας αύξηση της κυτταρικής ανάπτυξης.

Καρκίνος του μαστού: Διηθητικός και μη.

Από κλινική άποψη, ο καρκίνος του μαστού διακρίνεται σε διηθητική και μη μορφή. Μεταξύ των πρώτων είναι το καρκίνωμα in situ (DCIS) . Οι δύο πιο συχνές διηθητικές μορφές είναι το πορογενές καρκίνωμα και το λοβιακό καρκίνωμα, ενώ οι λιγότερο συχνές είναι τα σωληνοειδή, θηλώδη και βλεννώδη. Οι επιθετικές μορφές τείνουν να εισβάλλουν στους λεμφαδένες και να παράγουν μακρινές μεταστάσεις. Με βάση το μέγεθος του καρκινώματος, τη βιολογική του συμπεριφορά και την ενδεχόμενη μετάσταση σε λεμφαδένες ή άλλα όργανα ορίζεται το στάδιο του καρκίνου του μαστού, που κυμαίνεται από 0 έως 4.